- ακονάκι
- Παλιό παιδικό παιχνίδι, στην περιοχή της Αιτωλίας. Η λέξη προέρχεται από το όνομα ενός μικρού μαύρου φιδιού. Στο παιχνίδι αυτό, τα παιδιά σχημάτιζαν κύκλο σε απόσταση περίπου μισού μέτρου το ένα από το άλλο και με τη ράχη τους στραμμένη προς τα έξω. Γύρω από τον κύκλο, ένας από τους παίχτες, κρατώντας στο χέρι ένα λουρί, κυνηγούσε έναν άλλο που έτρεχε όσο πιο γρήγορα μπορούσε για να αποφύγει τα χτυπήματα. Το μυστικό του παιχνιδιού ήταν ότι αυτός που κρατούσε το λουρί μπορούσε κάποια στιγμή να το δώσει σε οποιονδήποτε από τους παίκτες που σχημάτιζαν τον κύκλο, οι οποίοι γι’ αυτό τον σκοπό είχαν τα χέρια τους πίσω.
* * *το [ακόνι]μικρό ακόνι.
Dictionary of Greek. 2013.